ζεσιγόνος

ζεσιγόνος
-ο
1. αυτός που παράγει ζέση, βρασμό
2. φρ. «ζεσιγόνος βαθμός» — ο βαθμός τής θερμοκρασίας κατά τον οποίο αρχίζει ο βρασμός ενός υγρού υπό κανονική πίεση 760 χιλιοστομέτρων, αλλ. βαθμός ζέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, ηχο-γόνος. Η λ. μαρτυρείται στον Όθωνα Α. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζέση — η (AM ζέσις) [ζέω] 1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.) 2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[οργή] ζέσις τοῡ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «βαθμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”